«Η παθολογία της φωνής των παιδιών με εγκεφαλική παράλυση»

 

“The voice pathology of the children affected by cerebral palsy”

 

Βασιλική Δημ. Χατζηγιαννακίδου

Vasiliki D.Chatzigiannakidou

 

 

Περίληψη

 

Μία από τις πιο διαδεδομένες νευρολογικές παθήσεις είναι η παιδική εγκεφαλική παράλυση, η οποία έχει απασχολήσει πληθώρα επιστημόνων από διάφορες ειδικότητες. Η συγκεκριμένη μελέτη πραγματεύεται την παθολογία της φωνής των παιδιών με εγκεφαλική παράλυση. Η παθολογία της φωνής είναι γνωστό ότι δυσχεραίνει την λεκτική επικοινωνία των παιδιών αυτών με τους συνανθρώπους. Μέσω της κατάλληλης λογοθεραπευτικής παρέμβασης τα παιδιά αυτά καταφέρνουν να γίνουν περισσότερα κατανοητά.

Η πιο συχνή λογοθεραπευτική διαταραχή σε αυτά τα παιδιά είναι η δυσαρθρία. Στα πλαίσια της μελέτης εξετάσαμε παιδιά με εγκεφαλική παράλυση όπου διαπιστώσαμε ότι παρουσιάζουνε δυσαρθρία. Συγκεκριμένα μελετήσαμε  την αναπνοή, την μελωδικότητα, τον τόνο της φωνής, την  ένταση, τον ρυθμό. Επίσης ερευνήσαμε τόσο την αντίληψη όλων των παραπάνω όσο και την αναπαραγωγή τους στην διάρκεια του λόγου τους. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε κατά την μελέτη αυτή ήταν προτάσεις 3 έως 5 λέξεων, τετράστιχα ποιήματα, καθώς επίσης και τέσσερα κείμενα (χαράς, λύπης, έκπληξης, θυμού), συνοδευόμενα με τις κατάλληλες εικόνες.

Πιο συγκεκριμένα παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά με Ε.Π. δεν καταφέρνουν να ελέγχουν  την ένταση της φωνής τους και να διαφοροποιούν το ύψος και τη χροιά, στην διάρκεια του λόγου τους

-          Στην σπαστική μορφή της Ε.Π. η φωνή είναι ήσυχη, ρινική, μονότονη, εξασθενημένη.

-          Στην αταξική μορφή είναι κραδασμική, επευφημητή, ασταθής από άποψη ύψους και χροιάς.

-          Στην ατονική μορφή η φωνή είναι τεταμένη, πνιγμένη στην αρχή και όσο πάει χάνεται, ώσπου στο τέλος δεν ακούγεται η κατάληξη της λέξης.

-          Στην υπερκινητική μορφή είναι ασταθής από άποψη έντασης και διάρκειας.

Όλοι οι παράμετροι της φωνής που συνδέονται με το ύψος και την ένταση της, αποτελούν την βάση των δομών του τόνου της φωνής, ενώ η χροιά καθορίζει την συναισθηματική λειτουργία του τόνου της φωνής.

 

Abstract

 

One of the most widely–spread neurological disorders is the children’s cerebral palsy, which has concerned the minds of too many scientists from various fields. This particular study is about the pathology detected in the children’s voice suffered from cerebral palsy. The pathology of voice is known to have impeded verbal communication of those children with their fellowmen. These children are able to become more understandable through the intervention of the suitable speech- therapy.

The most frequent speech-therapy disorder in those children is dysarthria. We have tested the children affected by cerebral palsy within the context of the study in order to ascertain that dysarthria is exhibited at the highest degree. In particular, we have studied the breath, the melodiousness, the tone of voice, the pitch, the tempo, all in all the characteristics that a voice produces. We also investigated so much the perception of all the above-mentioned as their reproduction during their speech. The material used during this study were 3 sentences of quatrain poems consisted of 3 to 5 words  as well as four contexts [ joy, sadness, surprise, anger] just as the appropriate pictures.

It has been perceived that the children suffer from C.P. in particularly, are not able to control the pitch of their voice and to modify the pitch and the tone when they speak.

§         In the spasmodic form of C.P. the voice is calm, nasal, flat, weak.

§         In the ataxic form is vibrational, cheering, unstable, as far as the tone and pitch are concerned.

§         I n the atomic form the voice is tense, choked in the beginning and fades out as it goes on until no ending is audible at all.

§         In the hyperkinetic form is unstable from every aspect of the pitch and the duration.

All the parameters of the voice connected with its pitch and its tone form the basis of the structural tone of voice while the tone determines the emotional function of the tone of voice.

 

 

 

1.    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Η πιο δημοφιλή νευρολογική πάθηση στον κόσμο είναι η παιδική εγκεφαλική παράλυση (ΠΕΠ), που συναντάται σε 2-3 άτομα ανά 1000. Αυτή εμφανίζεται στα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης του ανθρώπινου εγκεφάλου – στην ενδομήτρια περίοδο (προγεννητική)  στην περίοδο της γέννας (περιγεννητική)  και στην νεογνική περίοδο (μεταγεννητική). Η πάθηση συνδέεται κυρίως, με βλάβες των κινητικών περιοχών και των κινητικών αγωγών του εγκεφάλου. Η πρώιμη οργανική βλάβη επηρεάζει και τα κινητικά συστήματα του λόγου του ανθρώπινου εγκεφάλου. (Friede RL, 1989).Είναι γνωστό, ότι οι διαταραχές του λόγου, καταλαμβάνουν ιδιαίτερη θέση στην κλινική εικόνα της παιδικής εγκεφαλικής παράλυσης. 

Σε διάφορες μελέτες το ποσοστό της διαταραχής του λόγου σ’ αυτή τη νοσολογική μονάδα κυμαίνεται από 60% έως 80%. (American Academy for cerebral palsy and developmental medicine, 1994)

Η ιδιαιτερότητα των διαταραχών του λόγου, οφείλεται στην βαρύτητά των οργανικών βλαβών του εγκεφάλου. Εκτός απ’ αυτό συχνά στη ΠΕΠ μαζί με την βλάβη ορισμένων εγκεφαλικών δομών, μεγάλη σημασία στις διαταραχές του λόγου έχει η δευτερεύουσα ανωριμότητα ή ο αργός σχηματισμός εκείνων των τμημάτων του εγκεφαλικού φλοιού, που αναπτύσσονται μετά τη γέννηση του ατόμου. Από την άποψη της οντογένεσης, τα νέα τμήματα, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ψυχική και λεκτική δραστηριότητα του ανθρώπου είναι τα παρακάτω: το κάτω μέρος της προκινητικής περιοχής (περιοχή του Μπροκά) και η μετωπιαία περιοχή του εγκεφαλικού φλοιού. Η καθυστερημένη ανάπτυξη του λόγου στα παιδιά με ΕΠ συνδέεται, όχι μόνο με τον πιο βραδύ ρυθμό ωρίμανσης των αργά σχηματισμένων τμημάτων του εγκεφαλικού φλοιού, αλλά και με τον πιο περιορισμένο όγκο γνώσεων και αντιλήψεων για το πραγματικό περιβάλλον, λόγω της ανεπαρκής ατομικής δραστηριότητας και των κοινωνικών επαφών. Οι ειδικοί επισημαίνουν  υψηλό επίπεδο, της κλινικής και παθογεννητικής εξάρτησης μεταξύ των γλωσσικών και κινητικών διαταραχών στα παιδιά με ΕΠ. (Bloodstein, O, 1984).  Σ’ αυτή τη νευρολογική πάθηση, ουσιαστικά διαπιστώνεται, καθυστερημένη ανάπτυξη και βλάβες στο σχηματισμό όλων των γλωσσικών πτυχών: φωνολογική-φωνηματική, λεκτική και γραμματική. Η παθολογία της φωνής καθορίζεται από τις διαταραχές της μυϊκής τόνωσης και την περιορισμένη κινητικότητα των μυών της κατάποσης, την κατάσταση της μαλθακής υπερώας, των φωνητικών χορδών, της γλώσσας και των δοντιών. Πιο συχνά σημειώνεται η ανεπαρκής δύναμη της φωνής (ήσυχη, αδύναμη) και αποκλείσεις στην χροιά της (υπόκωφη, λαχανιασμένη, βραχνή, διακεκομμένη, τεταμένη, ρινική, λαρυγγική). Εκτός απ’ αυτά, οι γλωσσικές διαταραχές στην ΠΕΠ σπάνια διαγιγνώσκονται μεμονωμένες, αλλά μικτές. Η πιο συχνή μορφή λεκτικής παθολογίας στα παιδιά με ΕΠ είναι η δυσαρθρία. Στα πλαίσια της διαγνωσμένης δυσαρθρίας στην ΠΕΠ, κυρίαρχες διαταραχές είναι οι αποκλίσεις από το σύνηθες στην εκφορά των ήχων στο λόγο και η προσωδία (μελωδία, τονισμός, ένταση, ρυθμός, παύσεις, αναστεναγμοί), στην γλωσσική αναπνοή, στα χαρακτηριστικά της φωνής και της άρθρωσης. (Brown, B.B., 1981).

Οι διαταραχές της μελωδίας και του τόνου της φωνής στα παιδιά με ΕΠ, είναι κάποια από τα προσδιοριστικά συμπτώματα της δυσαρθρίας τους. Αυτά δηλαδή σε μεγαλύτερο βαθμό επηρεάζουν την αντιληπτικότητα και την εκφραστικότητα του λόγου. Η φωνή είναι μονότονη, οι διαταραχές στο ρυθμό συνδέονται με την καθυστέρησή της και πιο σπάνια με την επιτάχυνσή της.

Η ανάλυση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, που συνδέεται με τις διαταραχές της γλωσσικής ανάπτυξης των παιδιών με ΕΠ εστίασε το ενδιαφέρον μας στις διαταραχές της προσωδίας του λόγου. (Gierut, j, 1990). Το ενδιαφέρον προέρχεται από τις περιορισμένες δημοσιεύσεις και μελέτες σ’ αυτό το τομέα καθώς και την ιδιαίτερη σημασία για την επικοινωνιακή ανάπτυξη αυτών παιδιών. Η παρούσα δημοσίευση είναι μέρος από την ανάπτυξη μεγαλύτερης επιστημονικής μελέτης.  

Όπως είναι γνωστό, οι ιδιότητες τονισμού της γλώσσας δεν είναι έμφυτες αλλά σχηματίζονται, αναπτύσσονται και τελειοποιούνται στην διαδικασία της οντογένεσης, μέσω συναισθηματικής επικοινωνίας του νεογέννητου με τους ενήλικους. Στην ουσία ο πρώτος τονισμός, που έχει επικοινωνιακή μορφή είναι το κλάμα του παιδιού τη στιγμή της γέννησης του. Σε βρέφος τριών εβδομάδων, παρατηρούνται τέσσερα είδη διαρθρωτικά και λειτουργικά διαφοροποιημένου κλάματος: κλάμα πείνας, κλάμα πόνου, κλάμα που προέρχεται από στέρηση (π.χ. όταν του πάρουν την πιπίλα από το στόμα) και «ψευδές» κλάμα για διάσπαση της προσοχής. Το τελευταίο εκφράζει όχι τόσο τις φυσιολογικές ανάγκες του παιδιού, αλλά έχει κοινωνικό χαρακτήρα. Στο ιστορικό πολλών παιδιών με ΕΠ και δυσαρθρία παρατηρείται η απουσία του πρώτου κλάματος μετά την γέννηση σε διάστημα από 10 έως 40 λεπτά. Με την πάροδο του χρόνου το κλάμα είναι παρόν στην ζωή του νεογέννητου, αλλά είναι ήσυχο, σύντομο και μη διαφοροποιημένο. Στα περισσότερα παιδιά με ΕΠ, στους πρώτους μήνες της ανάπτυξής τους, αυτό θυμίζει αναστεναγμό, κραυγή, λυγμό. Απουσιάζει ο τονισμός, που εκφράζει δυσαρέσκεια, κάποια ανάγκη, χαρά κ.α. Το κλάμα δεν είναι δείκτης συγκεκριμένης κατάστασης του παιδιού και των επιθυμιών του.

Στα υγιή παιδιά πολύ γρήγορα το κλάμα διαφοροποιείται στο ύψος, ένταση, διάρκεια, εμπλουτίζεται με διαφορετικό τονισμό και αποκτά επικοινωνιακό χαρακτήρα. Αρκετές μελέτες αποδεικνύουν, ότι η αποδοχή του τονικού συστήματος της γλώσσας στα παιδιά με φυσιολογική ψυχοσωματική ανάπτυξη ξεκινάει ακόμα στο στάδιο του γουργουρίσματος (2-3 μήνα μετά την γέννηση). Οι ήχοι του γουργουρίσματος έχουν μεγάλη σημασία για το σχηματισμό της γλωσσικής αναπνοής. Η αυθόρμητη φωνή, όταν τα παιδιά βρίσκονται σε ήσυχο και ήρεμο περιβάλλον και ακούνε διάφορους ήχους, δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της φωνηματικής αντίληψης. «Η ωρίμανση των μυών της στοματικής κοιλότητας μέσω του πιπιλίσματος, της κατάποσης και αργότερα του μασήματος, όπως και των έμφυτων κινητικών συντονισμών μεταξύ του πιπιλίσματος, της κατάποσης και αναπνοής, είναι η βάση για την ωρίμανση της άρθρωσης». Στα παιδιά με ΕΠ ο χρόνος που εμφανίζονται οι ήχοι του γουργουρίσματος συμπίπτει με το φυσιολογικό, αλλά τα χαρακτηριστικά του είναι πολύ πιο διαφορετικά απ’ αυτά των υγιών παιδιών. Οι ήχοι είναι πανομοιότυποι, τονικά μη εκφραστικοί, ήσυχοι και το γουργούρισμα δεν καθίσταται μέσο επικοινωνίας με τους ενήλικους. Ενώ τα υγιή παιδιά σε ηλικία 3-4 μηνών δίνουν προσοχή στη φωνή του ενήλικα, την μιμούνται ιδιαίτερα ως προς τον τόνο. Κάνουν προσπάθειες να αναπαράγουν χαμόγελο ή βγάζουν φωνή για να επικοινωνήσουν με  τα συνομήλικα παιδιά. Ανάλογες περιστάσεις παιδιών με ΕΠ δεν υπάρχουν. Μεταξύ του 3ου και 5ου μήνα στα υγιή παιδιά παρουσιάζεται το βάβισμα, και μαζί μ’ αυτό και τα συμπτώματα εντοπισμού και δόμησης της συλλαβής, δηλ. ξεκινάει ο σχηματισμός του ψυχοφυσιολογικού μηχανισμού του συλλαβισμού. Ο αυθόρμητος λόγος των παιδιών με ΕΠ και η δυσαρθρία εμφανίζεται αργότερα, καμιά φορά κατά το 2ο και 3ο χρόνο της ηλικίας τους, ενώ η ηχολαλία είναι σπάνια. Η χαμηλή δραστηριότητα στο βάβισμα και στην ομιλία καθυστερεί την πορεία της ανάπτυξης των γλωσσοκινητικών και ακουστικογλωσσικών αναλυτών.

Στα υγιή παιδιά κοντά στο 1 έτος και 9μήνες., προκύπτουν ποικιλίες επιφωνηματικού τονισμού, ενώ κοντά στο 1 έτος.11μήνες, του ερωτηματικού. Έτσι κατά το δεύτερο έτος της ηλικίας, ο παιδικός λόγος εμπλουτίζεται με τις βασικές δομές του τονισμού. Κοντά στα δυόμισι χρόνια της ηλικίας, ο τονισμός είναι ποικιλόμορφος και χρησιμοποιείται περισσότερο και πιο παραστατικά σε όλη τη δομή του λόγου. Οι ειδικοί επισημαίνουν, ότι κοντά στο 4ο-5ο έτος της ηλικίας οι δομές του τονισμού με τις οποίες εμπλουτίζεται ο παιδικός λόγος, αντιστοιχεί σε αυτόν του τονισμού της φωνής των ενηλίκων.( Shriberg, L. 1980).  Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας συνειδητά μπορούν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους στο διάβασμα, με τον δικό τους τρόπο να παρουσιάζουν χαρά, θλίψη, έκπληξη, αν χρειαστεί μπορούν να ψιθυρίζουν, να μιλάνε ήσυχα ή δυνατά, υπολογίζοντας την απόσταση από τον ακροατή. Οι πληροφορίες από την βιβλιογραφία σχετικά με τις διαταραχές τονισμού της φωνής των παιδιών της προσχολική ηλικίας με ΕΠ και δυσαρθρία αναφέρουν, ότι όσο η προφορά των δομών τονισμού εξαρτάται από την αλληλεπίδραση μεταξύ των μηχανισμών της αναπνοής, του σχηματισμού της φωνής και της άρθρωσης, τόσο η ανάπτυξη όλων των δομών του τονισμού  πραγματοποιείται σε παθολογικό περιβάλλον. Τα παιδιά με δυσαρθρία και ΕΠ δεν μπορούν να ελέγχουν την ένταση της φωνής τους και να διαφοροποιούν το ύψος και την χροιά της. Στη σπαστική μορφή της ΕΠ η φωνή είναι ήσυχη, ρινική, μονότονη, εξασθενημένη. Στην αταξική μορφή είναι κραδασμική, επευφημητή, ασταθής από άποψη ύψους και χροιάς; Στην ατονική μορφή είναι τεταμένη, πνιγμένη, στην αρχή της έκφρασης – δυνατή, στο τέλος χαμηλή, και έπειτα σβήνει. Στην υπερκινητική μορφή είναι ασταθής από άποψη έντασης και διάρκειας.

 

 

2.    ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΡΕΥΝΑ

 

 

Για τις ανάγκες της μελέτης μας, εμείς εξετάσαμε την προσωδία του λόγου σε 42 παιδιά με ΕΠ σε ηλικία 6-7 ετών (πειραματική ομάδα).

Στη μελέτη συμπεριλαμβάνονται παιδιά, που επισκέπτονται το Ιατρικό κέντρο παιδιών με προβλήματα ανάπτυξης – στη Σόφια, το Κέντρο ψυχολογικών μελετών – στη Σόφια και τρία ιδιωτικά λογοθεραπευτικά κέντρα – στη Σόφια.

 

 

ΜΟΡΦΕΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗΣ ΠΑΡΑΛΥΣΗΣ

ΣΠΑΣΤΙΚΗ

ΔΙΠΛΗΓΙΑ

15 ΠΑΙΔΙΑ

35,7%

ΗΜΙΠΑΡΕΣΗ

 

12 ΠΑΙΔΙΑ

28,6%

ΥΠΕΡΚΙΝΙΤΙΚΗ

ΜΟΡΦΗ

3 ΠΑΙΔΙΑ

7,1%

ΑΤΟΝΙΚΗ-ΑΤΑΞΙΚΗ

ΜΟΡΦΗ

1 ΠΑΙΔΙ

2,4%

ΜΕΙΚΤΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

ΗΜΙΠΑΡΕΣΗ + ΥΠΕΡΙΚΙΝΗΤΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ

6 ΠΑΙΔΙΑ

14,3%

ΣΠΑΣΤΙΚΗ ΔΙΠΛΗΓΙΑ ΑΤΑΞΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ

5 ΠΑΙΔΙΑ

11,9%

 

 

Οι τελευταίες δύο κατηγορίες είναι μεικτές μορφές ΠΕΠ. Πρέπει να σημειωθεί, ότι όπως στην περίπτωση της συγκεκριμένης εξέτασης, έτσι και στο πληθυσμό σχεδόν δεν υπάρχούν διαγνώσεις με «καθαρή» μορφή ΠΕΠ. Σε πολύ μεγάλο ποσοστό από τις περιπτώσεις υπάρχει κύρια βλάβη και παρουσία άλλων μορφών ΠΕΠ.

Στην ομάδα ελέγχου συμπεριλαμβάνονται 42 υγιή, με φυσιολογική ανάπτυξη λόγου, παιδιά, που φοιτούν στο 119ο Δημοτικό σχολείο «ακαντ. Μ. Αρναούντοβ».

Στη προσωπική λογοθεραπευτική εξέταση της αναπνοής, της κατάστασης της φωνής και των οργάνων της άρθρωσης έχουμε συμπεριλάβει σειρά από κλασικές τεχνικές και μεθόδους.

 

 

3.    ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

 

3.1. Εξέταση των χαρακτηριστικών της αναπνοής. 

Αρχικά εξετάσαμε την δεσπόζουσα μορφή αναπνοής. Αυτή προσδιοριζόταν οπτικά και απτικά-κιναισθητικά (με το χέρι) σε ύπτια, καθιστή και όρθια στάση. Η διάρκεια της φωνητικής εκπνοής μετρήθηκε με χρονόμετρο, η ένταση και το βάθος της αναπνοής καθορίστηκε με φύσημα φλόγας κεριού και ελαφριών αντικειμένων (π.χ. κομμάτι χαρτιού) πάνω σε λεία επιφάνια, η αναλογία μεταξύ της ρινικής και στοματικής αντήχησης καθορίζεται με καθρέφτη κατά την προφορά των σύμφωνων «μπ» και «π». Στον πίνακα Ν1 έχουμε δείξει τα αποτελέσματα από των βασικών διαταραχών της αναπνοής όπως διαπιστώθηκαν στα παιδιά από την πειραματική ομάδα.

 

Πίνακας Ν1.

Διαταραχές της αναπνοής

Αριθμός παιδιών με ΕΠ

(σε απόλυτους αριθμούς και ποσοστά)

1. Δεσπόζουσα μορφή αναπνοής

·        Άνω θωρακική μορφή αναπνοής

·        Μέση θωρακική μορφή αναπνοής

·        Κάτω θωρακική μορφή αναπνοής

 

29 παιδιά – 69,0%

13 παιδιά – 31,0%

-

2. Συντόμευση της διάρκειας της φωνικής εκπνοής

34 παιδιά – 81,0%

3. Ανεπαρκής δύναμη του ρεύματος αναπνοής

27 παιδιά – 64,3%

4. Διαταραχή του ρυθμού της αναπνοής

42 παιδιά – 100,0%

5. Επιτάχυνση της ρινικής παραγωγής

23 παιδιά – 54,8%

 

 

Η ανάλυση των ληφθέντων δεδομένων δείχνει, ότι η κυριαρχούσα άνω θωρακική μορφή αναπνοής (στα 69,0% παιδιά από την εξεταζόμενη πειραματική ομάδα) επηρεάζει την συχνότητα, το βάθος και τον ρυθμό της αναπνοής. Η μέση διάρκεια της φωνητικής εκπνοής στα παιδιά με ΕΠ είναι μεταξύ 6 και 8 δευτερολέπτων, ενώ σε ¾ απ’ αυτά είναι πιο σύντομο 5-6 δευτερόλεπτα σε σύγκριση με τους υγιείς συνομήλικούς τους από την ελεγχόμενη ομάδα. Οι διαταραχές αναπνοής έχουν προκληθεί από την απουσία βάθους των αναπνευστικών κινήσεων. Στη μελέτη μας, στα παιδιά με ΕΠ πιο σοβαρές είναι οι αποκλείσεις στο ρυθμό της αναπνοής, αφού κανένα παιδί δεν παρουσίασε σωστό ρυθμό αναπνοής. Στην αρχή του λόγου η αναπνοή των παιδιών με ΕΠ επιταχύνεται, ενώ μετά την προφορά (εκφορά) των ήχων από το τεστ, σημειώνονται σπασμωδικές εκπνοές. Η αιτία για αυτήν την κατάσταση είναι η υπερκινητικότητα και η δυστονία του μυϊκού τόνου. Η ενισχυμένη ρινική παραγωγή (54,8%) οφείλεται στην ανικανότητα διαφοροποίησης της ρινικής και στοματικής αναπνοής. Γι’ αυτό σε όλους τους εξεταζόμενους στην πειραματική ομάδα σημειώνεται η άνισα κατανεμημένη εκπνοή της αναπνοής, με αποτέλεσμα τα παιδιά να μην μπορούν να προφέρουν την λέξη ως το τέλος (να την ολοκληρώσουν) ή «αλλοιώνουν» την κατάληξή της λέξης ή της φράσης. Η ανακριβής τοποθέτηση της αναπνοής στα παιδιά με ΕΠ μπορεί να οφείλεται στον ανεπαρκή συντονισμό της κίνησης των αρθρωτικών οργάνων, λόγω των διαταραχών του μυϊκού τόνου, και της περιορισμένης κινητικότητας της μαλθακής υπερώας, καθώς και η παρουσία υψηλής (Γοτθικής) ή επίπεδης σκληρής υπερώας κ.α. Η ανάλυση των ληφθέντων δεδομένων αποδεικνύει, ότι οι διαταραχές της αναπνοής στα παιδιά με ΕΠ επηρεάζουν σοβαρά αρνητικά την χροιά και την εκφραστικότητα της φωνής, όπως και τις δυνατότητες επικοινωνίας τους.

 

 

3.2. Εξέταση των διαταραχών της φωνής.

Το επόμενο στάδιο της μελέτης μας συνδέεται με την μελέτη των διαταραχών της έντασης της φωνής, των διαταραχών του ύψους της φωνής, των διαταραχών της αντήχησης της φωνής, καθώς και των διαταραχών της χροιάς. Η μελέτη πραγματοποιείται σε συνθήκες ανοιχτών και κλεισμένων ρουθουνιών. Τα ληφθέντα δεδομένα από την μελέτη των λειτουργιών της φωνής αντικατοπτρίζονται στον πίνακα Ν2.

 

Πίνακας Ν2.

Διαταραχές της φωνής

Αριθμός παιδιών με ΕΠ

(σε απόλυτους αριθμούς και ποσοστά)

1.                  Διαταραχές της έντασης της φωνής

 

·                                Ήσυχη φωνή

9 παιδιά – 21,4%

·        Αδύναμη φωνή

13 παιδιά – 31,0%

·                                Ελαττωμένη στο τέλος της έκφρασης φωνή

11 παιδιά – 26,2%

·        Ακούσιες διακυμάνσεις της έντασης της φωνής

10 παιδιά – 11,9%

·        Απουσία τυχαίων αλλαγών του δυναμικού εύρους

29 παιδιά – 69,0%

2. Διαταραχές του ύψους της φωνής

 

·        Χαμηλή, τραχεία φωνή

4 παιδιά – 9,5%

·        Υπερβολικά υψηλή, οξεία φωνή

8 παιδιά – 19,0%

·        Αστάθεια του ύψους της φωνής

5 παιδιά – 11,9%

·        Απουσία τυχαίων αλλαγών του εύρους του τόνου

33 παιδιά –78,6%

3. Διαταραχές της αντήχησης της φωνής

 

·        Υπερρινικότητα

13 παιδιά – 31,0%

·        Υπορινικότητα

4 παιδιά –  9,5%

4. Διαταραχές της χροιάς

 

·        Βραχνή φωνή

5 παιδιά – 11,9%

·        Λαχανιασμένη χροιά

 

·        Εκκωφαντικότητα

 

·        Συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων

37 παιδιά – 88,1%

 

 

Η ποσοτική ανάλυση των δεδομένων από τον Πίνακα Ν2 δείχνει, ότι συνολικά στα 69,0% παιδιά από την πειραματική ομάδα σημειώνονται οποιεσδήποτε διαταραχές της έντασης της φωνής, ενώ γενικά οι διαταραχές σ’ αυτό το γλωσσικό χαρακτηριστικό είναι 91,6%.  Οι αποκλείσεις στην αντήχηση της φωνής (συνολικά 17 παιδιά – 40,5%) τις συνδέουμε με την ανεπαρκή εξέλιξη της λειτουργίας της υπερώας και του φάρυγγα, και με τη μη διαφοροποίηση της ρινικής και στοματικής αναπνοής.

Όπως είναι γνωστό, οι παράμετροι της φωνής, που συνδέονται με το ύψος και την έντασή της, αποτελούν τη βάση των δομών τονισμού της φωνής, ενώ η χροιά καθορίζει την συναισθηματική λειτουργία του τονισμού.

Συγκεντρωτικά, η μελέτη των ιδιοτήτων της φωνής στα παιδιά με ΕΠ από την πειραματική ομάδα, δείχνει σημαντικές αποκλείσεις από το φυσιολογικό. Οι διαπιστωμένες αιτίες συνδέονται με λανθασμένη λειτουργία της αναπνοής, διαταραχές στο συντονισμό της αναπνοής και φώνησης, δυσκολίες στη μετάβαση από φυσιολογική σε φωνητική αναπνοή,  μη σχηματισμό σωστών τεχνικών εκφοράς ήχων, αποτέλεσμα της διαταραγμένης παρέμβασης των μυών του λάρυγγα και των φωνητικών πτυχών, μείωση του τόνου των αναπνευστικών και φωνητικών μυών, υπερκινητικούς σπασμούς του λάρυγγα. Συνοψίζοντας, θέλουμε να σημειώσουμε, ότι η τονική εκφραστικότητα του λόγου είναι ένα από τα βασικά φωνητικά μέσα διαμόρφωσης της γλωσσικής έκφρασης – σημαντικό στοιχείο για την ανάπτυξη επικοινωνίας των παιδιών με ΕΠ.    

 

 

Βιβλιογραφία

 

American Academy for cerebral palsy and developmental medicine (1994) Annual meeting, Septem­ber 29 - October 1, 1994, New Orleans, Louisiana, Dev Med Child Neurol (suppl) 70: 1-44

Amiell- Tison C, Stewart A (1989) Follow up studies during the first five years of life: a perva­sive assessment of neurological function. Arch Dis Child 64: 496-502

Berger R, Garnier Y (1999) Pathophysiology of perinatal brain damage. Brain Res Rev 30(2): 107-134

Bhat M, Nelson KB (1989) Developmental enamel defects in primary teeth in children with cere­bral palsy, mental retardation, or hearing defects: A review: Adr Dent Res 3: 132-142

Black PD (1980) Ocular defects in children with cerebral palsy. Br Med J 281: 487-      488

Blair E, Stanley FJ, Hockey A (1992) Intrapartum asphyxia and cerebral palsy. J Pediatr 121: 170-171

Bloodstein, O. Speech Pathology: An Introduction, 2d ed. Boston, 1984

Bobath B (1967) The very early treatment of cerebral palsy. Dev Med Child Neurol 9: 373-390

Brown, B.B. speech therapy, principles and practical, London 1981 215-217

Crary, M. Developmental Motor Speech Disorders. San Diego, 1993.

Crystal D. Introduction to language pathology, London 1980, 149-157

Doman-Delacato (1968) Treatment of neurologically handicapped children. American Acad­emy of Pediatrics. Committee on the handicapped child

 Duchan, J. Short History of Speech Pathology, 2007: www.acsu.buffalo.edu/~duchan/history.html

Evans PM, Elliot M, Alberman E, Evans S (1985) Prevalence and disabilities in 4 to 8 year olds with cerebral palsy. Arch Dis Child 60: 940-945

Foley .J (1992) The offspring of people with cerebral palsy. Dev Med Child Neurol. 34:972-978

Friede RL (1989) Developmental neuropathology, 2nd ed. Springer, Berlin-Heidelberg, pp 44-58,59-68,69-81,82-97,115-124

Gierut, j. Differential Learning of Phonological Opposition. -Journal of Speech and Hearing Research, 33, 1990, p. 540-549

Kuban KCK, Leviton A (1994) Cerebral palsy. N Engl J Med 330: 188-195

Moore, P. Voice Disorders. Columbus, OH, 1971.

Milloy, N., R. Morgan-Berry. Developmental Neurological Disorders. - In : Grunwell, P. (Ed.). Developmental Motor Speech Disorders. Edinburg, 1990, p. 109-131.

Mysak., E. D. Cerebral Palsy. - In: Shames, G. H., E. H. Wiig (Eds.), Human Communication Disorders: An introduction. Columbus, OH., 1982, p. 401-425.

Ratmann. Panteliadis Ch (eds). Aktuelle Theman der Padiatrischen Neurologie. Thessaloniki. pp31-52

Shriberg, L. Developmental Phonological Disorders. - In: Hixon, T., L. Shriberg & J. Saxman (Eds.). Introduction to Communication Disorders. Englewood Cliffs, NJ, 1980, p. 263-309.

Vojta V (1984) The basic elements of treatment according to Vojta. In: Scrutton D (ed) Managment of the motor disorders of children with cerebral palsy. Spastic Internat Med Public,Blackwell Scientific, Oxford

Wetherby, A. Speech and Language Disorders in Childhood - an overview.

- In: Darby, J. (Ed.). Speech and Language Evaluation in Neurology: Childhood

Disorders. New York, 1985, p. 3-33.

 

 

                

 

© Copyright-VIPAPHARM. All rights reserved

 

 

 

web hosting and internet marketing by Siteowners Ltd